саботировать - ορισμός. Τι είναι το саботировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι саботировать - ορισμός


саботировать      
1. несов. и сов. перех.
Скрыто противодействовать осуществлению чего-л.
2. несов. неперех.
Намеренно срывать какую-л. работу.
САБОТИРОВАТЬ      
устроить (-раивать) саботаж, заняться (-ниматься) саботажем.
САБОТИРОВАТЬ      
рую, рует, несов. и сов., что
Устраивать (устроить) саботаж, заниматься саботажем. С. работу. Саботирование - действие по гла-голу с.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για саботировать
1. Да только все на те же местные кадры, которые умеючи будут саботировать то, что пожелают саботировать.
2. Они заставляют людей саботировать условия переселения.
3. "Мы не хотим саботировать или бойкотировать Олимпиаду.
4. Более того, отдельные главы предпринимают попытки саботировать акции протеста.
5. Будем саботировать Есть надежда, что "топорно" водить закон не будут.
Τι είναι саботировать - ορισμός